- εφυμνώ
- ἐφυμνῶ, -έω (Α)1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν' ἐφύμνουν», Αισχύλ.)2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα τῷ παιδοκτόνῳ» — αφού καταράστηκε δυστυχίες εναντίον τού παιδοκτόνου, Σοφ.)3. (για μουσική) ηχώ αρμονικά («ἐφυμνεῑ πηκτίδος συγχορδίᾳ», Σοφ.)4. ψάλλω θρηνητικό ύμνο, τραγουδώ μοιρολόγια5. εξυμνώ, εγκωμιάζω («ἐφυμνείτω Δία ξύναιμον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑμνῶ (< ὕμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.